κωμαρχίδης

κωμαρχίδης
κωμαρχίδης, ὁ (Α) [κωμάρχης]
ο γιος τού κωμάρχου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κωμαρχίδης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωμαρχίδη — Κωμαρχίδης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”